διαχωριστικός

διαχωριστικός
-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή ικανός να διαχωρίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαχωριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο διαχωρισμό: Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος είναι πολύ λεπτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπίνα — I Ορεινός οικισμός (21 κάτ., υψόμ. 740 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Καντάνου. II (Spina). Ετρουσκική πόλη στην κοιλάδα του Πάδου, κοντά στο αρχαίο στόμιο του ποταμού. Παλιότερα πίστευαν ότι ιδρύθηκε από …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • υποδιαζευκτικός — ή, όν, Α (για σύνδεσμο) ο κάπως διαχωριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διαζευκτικός «διαχωριστικός»] …   Dictionary of Greek

  • διαζευκτικός — ή, ό (Α διαζευκτικός, ή, όν) [διαζευγνύω] 1. ο διαχωριστικός, ο επιτήδειος στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει 2. ο επιτήδειος ή κατάλληλος για διάζευξη λόγος ή σύνδεσμος …   Dictionary of Greek

  • επιθηλιακός ιστός — Μία από τις τέσσερις κατηγορίες ζωικών ιστών (οι άλλοι τρεις είναι ο συνδετικός, ο μυϊκός και ο νευρικός ιστός). Καλύπτει το σώμα και τα όργανα καθώς επίσης κοιλότητες και αγωγούς. Από τα επιθήλια προέρχονται επίσης και διάφοροι μαζικοί… …   Dictionary of Greek

  • ή — σύνδ. διαχωριστικός: Η κυβέρνηση δεν αποφάσισε ακόμα αν θα δεχτεί τις προτάσεις για διαπραγματεύσεις ή θα τις απορρίψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”